- μονοπολικός
- -ή, -ό(ηλεκτρ.) αυτός από τον οποίο διέρχεται μόνο ο ένας από τους δύο αγωγούς τού ηλεκτρικού ρεύματος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μονοπολικός — ή, ό για συσκευές ή διατάξεις μεταφοράς ή διακοπής ηλεκτρικού ρεύματος με ή σε έναν αγωγό: Μονοπολικό καλώδιο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)